Τελ. ενημέρωση: |
||
28-Jul-2000
|
Αρχ Ελλ Ιατρ, 16(4), Ιούλιος-Αύγουστος 1999, 329-332
ΑΡΘΡO ΣΥΝΤΑΞΗΣ
Μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνη
Π.Ε. ΜΑΚΡΗΣ
Ιατρείο Αιμόστασης και Θρόμβωσης, Α' Παθολογική
Προπαιδευτική Κλινική,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η χορήγηση της κλασικής ηπαρίνης είναι η πιο προσιτή θεραπευτική μέθοδος στην αντιμετώπιση και στην πρόληψη των θρομβοεμβολικών επεισοδίων, αφού η θρομβόλυση απαιτεί μεγαλύτερη εξειδίκευση και ικανότητα παρακολούθησης, γι' αυτό και περιορίζεται σε ειδικά κέντρα. Τα τελευταία χρόνια, στις επιλογές της θεραπείας των θρομβώσεων προστέθηκαν οι μικρού μοριακού βάρους ηπαρίνες (μΜΒΗ) και, σε περιορισμένο βαθμό, τα σύγχρονα ηπαρινοειδή. Συνεπώς, επιβάλλεται η εκτίμηση της αποδοτικότητας, τουλάχιστον των μΜΒΗ, όσον αφορά την εφαρμογή τους στην κλινική πράξη. Τρεις λόγοι επιβάλλουν αυτή την αξιολόγηση:
α. Η μεγάλη συχνότητα (9–10%) εμφάνισης στο γενικό πληθυσμό θρομβωτικών επεισοδίων κληρονομικής αρχής,1–3 που εξηγεί γιατί επί δεκαετίες οι θάνατοι από καρδιαγγειακά νοσήματα διατηρούνται στην κορυφή των αιτίων θανάτου. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι στις 100.000 περιπτώσεις πνευμονικής εμβολής (ΠΕ) το χρόνο στις ΗΠΑ, οι μισές καταλήγουν σε θάνατο.1
β. Η συχνότητα εμφάνισης επιπλοκών της θρομβοεμβολικής νόσου (συχνά θανατηφόρων, όπως είναι το νέο έμφραγμα και η ΠΕ, ή λιγότερο επικίνδυνων, όπως οι τροφονευρωτικές διαταραχές, τα άτονα έλκη, το μεταθρομβωτικό οίδημα και οι κιρσοί των κάτω άκρων) και οι συνέπειές τους (αλλαγή υγιεινοδιαιτητικής αγωγής και απασχόλησης). Στις ΗΠΑ, η συχνότητα αυτή ανέρχεται σε 6–7 εκατομμύρια ασθενών το χρόνο.1
γ. Η ανάγκη εξομοίωσης και εκσυγχρονισμού της θεραπευτικής αγωγής των θρομβοεμβολικών επεισοδίων στα θεραπευτήρια της χώρας. Τονίζεται ότι 50% των ασθενών υποτροπιάζουν από την ανεπαρκή θεραπεία και στις ΗΠΑ, 5% των θανάτων, γενικά, αποδίδονται σε αντίστοιχη αιτία.4,5
Η ανεπαρκής αυτή θεραπευτική κάλυψη αποδίδεται κυρίως στη μέθοδο χορήγησης της ηπαρίνης, καθώς και στην αναντιστοιχία χορηγούμενης δόσης και εργαστηριακών ευρημάτων. Έτσι, στην οξεία φάση της θρόμβωσης, η ηπαρίνη χορηγείται με τρεις διαφορετικούς τρόπους: (α) με ενδοφλέβια μαζική χορήγηση (bollus), κάθε 4–6 ώρες, του 1/4 ή του 1/6 της συνολικής ημερήσιας δόσης της ηπαρίνης, (β) με τοποθέτηση της συνολικής ημερήσιας δόσης μέσα σε ορό 250–1000 mL για την ενδοφλέβια χορήγησή της και (γ) με στάγδην ενδοφλέβια έγχυση (με αντλία). Ο τελευταίος τρόπος επικράτησε διεθνώς, γιατί διατηρεί σταθερά επίπεδα ηπαριναιμίας όλο το 24ωρο. Αντίθετα, η ηπαρίνη μέσα στον ορό, λόγω του μοριακού βάρους (ΜΒ) της, κατέρχεται πρώτη και εισέρχεται ταχύτατα στην κυκλοφορία οδηγώντας σε μεγάλες συγκεντρώσεις, με αντίστοιχη υποπηκτικότητα του αίματος, ενώ μετά από 4–5 ώρες παρατηρείται πλήρης έλλειψη ηπαρίνης, με αποτέλεσμα ανεπαρκή κάλυψη και υποτροπή της θρόμβωσης.4,5
Η διεθνοποίηση της ηπαρίνης αποκάλυψε και αύξησε τη συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών. Τέτοιες είναι η «αντίσταση στη θεραπεία με ηπαρίνη» με ή χωρίς υποτροπές θρομβώσεων, οι αιμορραγίες από τα διάφορα όργανα και συστήματα και η παράδοξη αναστολή της λειτουργίας των αιμοπεταλίων από αντιαιμοπεταλιακά αντισώματα.6 Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες αποδόθηκαν κυρίως στα μεγάλου ΜΒ τμήματα της ετερογενούς ηπαρίνης. Ακόμη, η αναγκαία καθημερινή εργαστηριακή παρακολούθηση, η εμφάνιση θρομβοπενίας και η ανακάλυψη ότι στο μόριο της ηπαρίνης υπήρχαν τμήματα με μη αντιπηκτικές ιδιότητες (όπως είναι οι αγγειογενετικές), οδήγησαν στην κλασματοποίησή της με δραστική μείωση του ΜΒ της. Έτσι, προέκυψαν οι μΜΒΗ.5 Αυτές, χορηγούμενες υποδορίως, εκδηλώνουν μικρότερη ικανότητα σύνδεσης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και των ενδοθηλιακών κυττάρων, έχουν καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, περισσότερο προβλέψιμη αντιπηκτική δράση, μικρότερη ικανότητα σύνδεσης με τα αιμοπετάλια και, τέλος, προκαλούν μικρότερες ενδαγγειακές αιμορραγίες. Οι ιδιότητες αυτές αποδίδονται στην ανάπτυξη μηχανισμού κάθαρσης ανεξάρτητου από τη δοσολογία τους.5
Οι μΜΒΗ αναστέλλουν κυρίως τον ενεργοποιημένο παράγοντα Χ (αντι-Χa) και σε μικρότερο βαθμό τη θρομβίνη (αντι-ΙΙa). Έχουν, δηλαδή, κυρίως αντιθρομβωτικές (μη αιμορραγικές) παρά υποπηκτικές (αιμορραγικές) ικανότητες. Αυτός ο μηχανισμός δράσης συμπληρώθηκε πρόσφατα με την αποκάλυψη ότι απελευθερώνουν τους ανασταλτές της οδού του ιστικού παράγοντα (tissue factor pathway inhibitor, TFPI) από το τοίχωμα των αγγείων και ασκούν, επίσης, άμεση αντι-VIIa δράση.5–8
Οι ιδιότητες αυτές επιβεβαιώθηκαν με τις πρώτες κλινικές μελέτες προφυλακτικής χορήγησης των μΜΒΗ σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ορθοπαιδικές ή βαριές χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά. Σ' αυτούς, η εμφάνιση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (deep vein thrombosis, DVT) ελαττώθηκε κατά 70%, ενώ η προφύλαξη από την ΠΕ ήταν εξίσου αποτελεσματική με τη σωστά χορηγούμενη ηπαρίνη.9–12 Σε αρκετές χώρες, οι μΜΒΗ αντικατέστησαν την ηπαρίνη στη θεραπεία των DVT και της θρομβοεμβολικής νόσου. Έτσι, αποκτήθηκε αξιόλογη κλινική πείρα της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειάς τους.12
Στα έτη 1993–1998 δημοσιεύθηκαν δέκα μετα-αναλύσεις και συνεκτιμήθηκαν τα αποτελέσματα 351 εργασιών (από αυτές, 106 ήταν εργασίες προφυλακτικής εφαρμογής των μΜΒΗ σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ορθοπαιδικές επεμβάσεις, 152 ήταν εργασίες αντίστοιχης χορήγησης σε ασθενείς γενικής χειρουργικής και 93 εργασίες θεραπευτικής εφαρμογής τους σε παθολογικά περιστατικά), με στόχο την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και τον έλεγχο της ασφάλειας της χορήγησης των μΜΒΗ.13–22 Έτσι, προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α. Προφυλακτική χορήγηση. Η χρήση αυτή των μΜΒΗ, σε σύγκριση με την ηπαρίνη, ελαττώνει σημαντικά τη συχνότητα της DVT, ενώ θανατηφόρα ΠΕ παρουσίασε το 0,49% των ασθενών που έπαιρναν μΜΒΗ, σε σύγκριση με το 1,22% της ομάδας ελέγχου.13,14 Οι μΜΒΗ, όταν χορηγούνται προφυλακτικά, είναι το ίδιο αποτελεσματικές με την ηπαρίνη και προτιμότερες από το placebo ή τις δεξτράνες, ενώ αποτρέπουν στον ίδιο βαθμό με τις αντιβιταμίνες Κ την εμφάνιση υποτροπιάζουσας DVT (π.χ. σε 55 ασθενείς που πήραν αντιβιταμίνες Κ, ένας παρουσίασε DVT και ΠΕ, ενώ σε ομάδα 50 ασθενών που πήραν μΜΒΗ, τρεις εμφάνισαν DVT, από τους οποίους δύο και ΠΕ). Αντίθετα, οι μΜΒΗ προφυλάσσουν σαφώς τους ασθενείς από τις αιμορραγικές επιπλοκές [π.χ. κανένας από την ομάδα των 50 ασθενών με λήψη μΜΒΗ δεν παρουσίασε αιμορραγική επιπλοκή, ενώ πέντε στους 55 ασθενείς (10%) από την ομάδα των αντιβιταμινών Κ ανέπτυξαν ανάλογες επιπλοκές].23 Ακόμη, η μακρόχρονη χορήγηση (6 μήνες) μΜΒΗ συγκρίθηκε με τις αντιβιταμίνες Κ στην πρόληψη υποτροπιάζουσας DVT και θρομβοεμβολικών επεισοδίων και προέκυψε ότι 6 στους 93 ασθενείς με μΜΒΗ και 4 στους 94 με αντιβιταμίνες Κ παρουσίασαν υποτροπιάζουσα DVT, ενώ 4 άλλοι ασθενείς με μΜΒΗ και 12 με αντιβιταμίνες Κ παρουσίασαν αιμορραγικές επιπλοκές. Η θεραπεία συνεχίστηκε για ένα χρόνο και διαπιστώθηκε ότι 16 ασθενείς με μΜΒΗ (17%) και 8 (9%) με αντιβιταμίνη Κ παρουσίασαν υποτροπιάζουσα DVT.24
Τονίζεται ότι, στις ορθοπαιδικές επεμβάσεις, η συχνότητα εμφάνισης DVT, παρά την εφαρμογή προφυλακτικής χορήγησης μικρών δόσεων ηπαρίνης, κυμαίνεται από 20–35%. Η χρήση μΜΒΗ, σε αντίστοιχες επεμβάσεις, είχε την ίδια ικανότητα πρόληψης της DVT με την ηπαρίνη και υπερείχε των αντιβιταμινών Κ. Ο κίνδυνος εμφάνισης ήπιων αιμορραγικών εκδηλώσεων είναι σημαντικά μικρότερος, όταν χορηγούνται μΜΒΗ, σε σύγκριση με την ηπαρίνη και ίδιος όταν οι μΜΒΗ συγκρίνονται με τις αντιβιταμίνες Κ.21
Ασθενείς που τέθηκαν σε αγωγή με μΜΒΗ και υποβλήθηκαν σε επέμβαση γενικής χειρουργικής, ανέπτυξαν DVT σε ποσοστό 8,1%, ενώ οι αντίστοιχοι με ηπαρίνη εμφάνισαν την ίδια επιπλοκή σε ποσοστό 6,3%.19 Μείζονες αιμορραγικές εκδηλώσεις παρατηρήθηκαν στο 1,5% των πρώτων και στο 2,5% των δεύτερων. Αντίστοιχα, σε πολυτραυματίες, η χορήγηση των μΜΒΗ ελάττωσε τη συχνότητα ανάπτυξης DVT στο 2,4%, αντί του αναμενόμενου 9,1% με την ηπαρίνη, ενώ το 5,3% των ασθενών αιμορράγησε από την τομή και το 5,8% παρουσίασε αιμάτωμα στα σημεία των ενδομυϊκών ενέσεων.25 Οι μΜΒΗ, σε σύγκριση με την ηπαρίνη, δεν εμφανίζουν κινδύνους, όταν χορηγούνται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
β. Κόστος της προφυλακτικής χορήγησης των μΜΒΗ. Το μέσο κόστος ανά ασθενή, που υποβάλλεται σε επέμβαση γενικής χειρουργικής στην κοιλιακή χώρα, χωρίς προφυλακτική αγωγή ανέρχεται σε 1950 σουηδικές κορώνες, με εκλεκτική αντιμετώπιση της DVT σε 5710, με προφυλακτική ηπαρινοθεραπεία σε 735 και με μΜΒΗ σε 665. Το αντίστοιχο κόστος για ολική αρθροπλαστική ισχίου είναι 3930, 10790, 1730 και 1390 κορώνες. Σε μια πρόδρομη (αγγλική) μελέτη διαπιστώθηκε ότι η θεραπευτική κάλυψη με μΜΒΗ είναι φθηνότερη (900 λίρες/ασθενή) από την αντίστοιχη των αντιβιταμινών Κ, αφού η τελευταία απαιτεί συχνό εργαστηριακό έλεγχο και ενέχεται σε επιπρόσθετες δαπάνες εξαιτίας των ανεπιθύμητων ενεργειών, που αυξάνουν το κόστος.23,26
γ. Βραχύχρονη θεραπευτική χορήγηση. Η συνιστώμενη δόση έναρξης στην αντιμετώπιση της DVT και του μεταφλεβιτιδικού συνδρόμου είναι 175–200 IU/kg (ή 1,7–2 mg/kg) επί 5 μέρες, που συνεχίζεται με αντιβιταμίνες Κ τουλάχιστον για 5 μήνες (η ασπιρίνη δεν είναι επαρκής). Η δόση αυτή, μετρούμενη ως αντι-Χa δράση, αντιστοιχεί σε επίπεδα κυμαινόμενα από 0,5–1 IU/mL πλάσματος. Οι μΜΒΗ, χορηγούμενες υποδορίως σε εφάπαξ ημερήσια δόση, είναι εξίσου ασφαλείς και αποτελεσματικές με τη δις ή τρις της ημέρας χορηγούμενη δόση τους. Ο τρόπος αυτός προτιμάται από ασθενείς και νοσηλευτικό προσωπικό, ενώ συχνά εφαρμόζεται σε κατ' οίκον θεραπεία της DVT.27
Όπως προκύπτει από 40 εργασίες παθολογικών περιστατικών, παρά την αυξημένη δόση, η χορήγηση μΜΒΗ δεν προκάλεσε έκδηλες ανεπιθύμητες ενέργειες, αφού το 86% των ασθενών παρέμεινε ελεύθερο θρομβωτικών ή αιμορραγικών επεισοδίων επί 8 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, ενώ συνολικά παρατηρήθηκαν 6 DVT, μία ΠΕ, μία μετεγχειρητική αιμορραγία, που οδήγησε σε διακοπή των μΜΒΗ, 10 ασθενείς μετέπεσαν σε θεραπεία με ηπαρίνη και 2 πέθαναν από αναπνευστική ανεπάρκεια. Συνεπώς, οι μΜΒΗ είναι εξίσου αποτελεσματικές με την ηπαρίνη στη θεραπεία της DVT και στην πρόληψη των επιπλοκών της στα παθολογικά περιστατικά. Η αυξημένη δόση τους, όμως, ενοχοποιείται για το σχετικά αυξημένο κίνδυνο αιμορραγιών. Σημειώνεται, πάντως, ότι η θεραπεία με μΜΒΗ δεν ελαττώνει τον κίνδυνο μετεγχειρητικής θνησιμότητας (από θρομβοεμβολικά ή αιμορραγικά επεισόδια), σε σύγκριση με εκείνη ασθενών υπό αγωγή με ηπαρίνη.24 Οι μΜΒΗ χορηγήθηκαν σε ασθενείς με μη-Q έμφραγμα μυοκαρδίου ή ασταθή στηθάγχη, με καλά αποτελέσματα. Τέλος, αντικατέστησαν την ηπαρίνη στα οξέα θρομβωτικά εγκεφαλικά επεισόδια, ύστερα από τη γνώση ότι διέρχονται την κυτταρική μεμβράνη, έχουν άμεση κυτταροπροστατευτική δράση στην ισχαιμία των νευρώνων και ελαττώνουν τις ενδοεγκεφαλικές αιμορραγίες.28
δ. Μακροχρόνια θεραπευτική χορήγηση μΜΒΗ. Χορηγούνται με το ίδιο δοσολογικό σχήμα σε ασθενείς με DVT και βεβαιωμένη θρομβοφιλική διάθεση, που παρουσιάζουν μείζονες αντενδείξεις στη χορήγηση αντιβιταμινών Κ, είναι το ίδιο αποτελεσματικές με την ηπαρίνη και ενέχουν τον ίδιο σχετικό κίνδυνο εξέλιξης της θρόμβωσης και τον ίδιο κίνδυνο μειζόνων αιμορραγικών επιπλοκών. Έτσι, η εμφάνιση νέων θρομβωτικών επιπλοκών ή ΠΕ είναι παρόμοια και στα δύο είδη θεραπείας (0,6% με τις μΜΒΗ και 1,1% με την ηπαρίνη), ενώ η εργαστηριακή παρακολούθηση με τη μέτρηση της αντι-Χa δράσης κρίνεται απαραίτητη με την έναρξη των αιμορραγιών. Ο Leizorovicz, μελετώντας ασθενείς με εγκατεστημένη DVT, διαπίστωσε σημαντική ελάττωση της συνολικής θνησιμότητας και ελάττωση των μεγάλων αιμορραγιών και της επέκτασης των θρόμβων με τη χορήγηση των μΜΒΗ, σε σχέση με την ηπαρίνη. Ακόμη, η μακροχρόνια χορήγησή τους σε οξεία DVT, εκτός του ότι προφυλάσσει από το μεταθρομβωτικό σύνδρομο, συχνά επιφέρει επανασηραγγοποίηση των θρομβωμένων αγγείων.17,18
Ο Kakkar, όμως, εξετάζοντας κριτικά τις μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων διπλών τυφλών ή ανοικτών εργασιών, που πραγματοποιήθηκαν σε ασθενείς οι οποίοι είχαν υποβληθεί σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις, τονίζει ότι η αποτελεσματικότητα των μΜΒΗ διέφερε σημαντικά από εργασία σε εργασία. Θεωρητικά, η χρησιμοποιούμενη δόση τους είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Ο έλεγχος όμως της δραστικότητας των μΜΒΗ αποκάλυψε ότι η δοσολογία της προφυλακτικής χορήγησής τους είναι ασφαλής, μόνον όταν η δόση δεν ξεπερνά τις 3.400 μονάδες αντι-Χa δράσης. Ακόμη, σημειώνει ότι σε καμιά από τις μετα-αναλύσεις αυτές δεν χρησιμοποιήθηκε ομογενοποιημένος δείκτης ελέγχου του κινδύνου αιμορραγίας ή αιματώματος από την τομή. Έτσι, μολονότι σε όλες τις εργασίες η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια παρουσιάζονται ικανοποιητικές, εντούτοις προσεκτικότερη μελέτη των αποτελεσμάτων αποκαλύπτει μια δοσοεξαρτώμενη τάση αιμορραγιών από την τομή (με σχετική αύξηση του κινδύνου αιμορραγίας, οdds ratio=1,03). Η συχνότητα των αιμορραγικών επιπλοκών είναι μεγαλύτερη (4,7%), όταν η δόση ανέρχεται στις 5000 μονάδες αντι-Χa. Από το σημείο αυτό αναφύεται και η ανάγκη της κλινικοεργαστηριακής παρακολούθησης της θεραπευτικής χορήγησης των μΜΒΗ.16
Τέλος, μελετήθηκε συγκριτικά η δραστικότητα των διαφόρων σκευασμάτων μΜΒΗ που κυκλοφορούν. Έτσι, η Dalteparin και η Nadroparin έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα. Εξάλλου, η σύγκριση της Enoxa parin, της Dalteparin, της Tinzaparin και της κλασικής ηπαρίνης, μετρούμενης ως αντι-Χa και αντι-ΙΙa δραστηριότητα, αποκάλυψε μεγαλύτερη αντι-Χa για τις Enoxaparin και Dalteparin και μικρότερη για την Tinzaparin, ενώ η Dalteparin έχει τη μεγαλύτερη αντι-ΙΙa δραστηριότητα.29
Η αυξανόμενη χρήση των μΜΒΗ δεν άργησε να αποκαλύψει (έστω και σε μικρότερο βαθμό) αδυναμίες ανάλογες με αυτές της κλασικής ηπαρίνης, αφού η θρομβοπενία που εισάγει η ηπαρίνη (αυτή που συχνά σχετίζεται με τη δημιουργία συμπλεγμάτων ηπαρίνης-PF4) αναπτύσσεται και με τις μΜΒΗ. Όπως ήταν αναμενόμενο, το γεγονός αυτό έγκαιρα έστρεψε τις προσπάθειες σε νέα αντιθρομβωτικά φάρμακα για τη θεραπεία και πρόληψη της DVT. Τέτοια είναι ο πεντασακχαρίτης dermatan sulphate, που ενεργοποιεί το συμπαράγοντα ΙΙ της ηπαρίνης, και το Orgaran, που είναι μίγμα ηπαράνης και δερματάνης, καθώς και η χιρουδίνη (Hirulog and Hirudin), που είναι άμεσος αναστολέας της θρομβίνης. Η reviparin (Clivarin) είναι μΜΒΗ δεύτερης γενιάς, που παρασκευάζεται με ελεγχόμενη πέψη από το νιτρώδες οξύ της χοίρειας ηπαρίνης.6,30
Συμπερασματικά, η ασφαλής και εύκολη χρήση, η κατ' οίκον προσιτή εφαρμογή και τα συνολικά ικανοποιητικά θεραπευτικά αποτελέσματα καθιέρωσαν τις μΜΒΗ στην κλινική πράξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ