Τελ. ενημέρωση: |
||
05-Jul-2004
|
Αρχ Ελλ Ιατρ, 20(6), Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2003, 574-582 ΒΡΑΧΕΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ Ο ρόλος της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης
στην καρδιαγγειακή νόσο Χ. Μηλιώνης,1 Δ. Κιόρτσης,2
Μ. Ελισάφ1 |
Οι ευνοϊκές επιδράσεις της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης (ΘΟΥ) στο μεταβολισμό των λιπιδίων, καθώς και σε άλλες παραμέτρους (όπως τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, τη λειτουργικότητα του ενδοθηλίου, τα επίπεδα της ομοκυστεΐνης και του ινωδογόνου), έχουν «ενοχοποιηθεί» για τις καρδιοπροστατευτικές της ιδιότητες. Μελέτες παρατήρησης έδειξαν ότι η θεραπεία με οιστρογόνα/προγεσταγόνα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έως και 50%. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτών των μελετών έκαναν αναγκαία τη διενέργεια μεγαλύτερων τυχαιοποιημένων μελετών, αρκετές από τις οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών θα συμβάλουν σημαντικά στην ανάδειξη ή όχι του σημαντικού καρδιοπροστατευτικού ρόλου της ΘΟΥ σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Ο ρόλος της ορμονικής θεραπείας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο είναι περισσότερο αμφιλεγόμενος. Αν και τα αποτελέσματα από τις πρώτες επιδημιολογικές μελέτες ήταν ενθαρρυντικά, τα δεδομένα των πρόσφατων τυχαιοποιημένων μελετών (HERS και ERA) αμφισβήτησαν την αξία της χορήγησης ΘΟΥ στη δευτερογενή πρόληψη. Συγκεκριμένα, και στις δύο μελέτες επιβεβαιώθηκε ότι η ΘΟΥ δεν μειώνει τη συνολική επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων ούτε αναστέλλει την εξέλιξη της αθηρωματικής διαδικασίας των στεφανιαίων αγγείων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο. Ωστόσο, οι σημαντικοί περιορισμοί που επισημάνθηκαν στις παραπάνω μελέτες καθιστούν αναγκαία τη διενέργεια περαιτέρω μελετών, έτσι ώστε να διευκρινιστεί ο ρόλος της ΘΟΥ στη δευτερογενή πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Τα τελευταία χρόνια, οι εκλεκτικοί ρυθμιστές των οιστρογονικών υποδοχέων (SERMs), με κύριο εκπρόσωπο τη ραλοξιφαίνη, χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ορισμένων επιπτώσεων της εμμηνόπαυσης. Οι παράγοντες αυτοί ασκούν οιστρογονικές δράσεις στο μεταβολισμό των οστών και των λιπιδίων, αλλά έχουν ελάχιστη επίδραση στους ιστούς της μήτρας και του μαστού. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται τα αποτελέσματα μελετών, όπως η μελέτη RUTH, στις οποίες εκτιμάται η επίδραση της χορήγησης των SERMs στην επίπτωση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.
Λέξεις ευρετηρίου: Δευτερογενής πρόληψη, Εμμηνόπαυση, Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, Πρωτογενής πρόληψη, Στεφανιαία νόσος.