Τελ. ενημέρωση:

   08-Apr-2008
 

Αρχ Ελλ Ιατρ, 25(1), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008, 41-59

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Καντινταιμία

Κ. Κόλλια,1,2 Α. Βελεγράκη1
1Ειδικό Εργαστήριο Μυκητολογίας, Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
2Β΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο «Αττικόν», Χαϊδάρι

Τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται διεθνώς αυξημένο ενδιαφέρον για τη μελέτη και την αντιμετώπιση της καντινταιμίας, καθώς αυτή αποτελεί συχνό αίτιο νοσοκομειακής σηψαιμίας σε ανοσοκατασταλμένους και ανοσοεπαρκείς ασθενείς. Kαταλαμβάνοντας την 3η-4η θέση στις ΗΠΑ και την 8η θέση στην Ευρώπη, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή θνητότητα (38-57% στους ενήλικες και 24-31% στους παιδιατρικούς ασθενείς). Η χορήγηση συνδυασμών αντιμικροβιακών παραγόντων ευρέος φάσματος, η τοποθέτηση κεντρικών ενδοφλέβιων καθετήρων και ο αποικισμός των ασθενών από Candida αποτελούν τους συχνότερους προδιαθεσικούς παράγοντες καντινταιμίας σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Η έλλειψη χαρακτηριστικών σημείων/συμπτωμάτων και η συχνά καθυστερημένη εργαστηριακή τεκμηρίωση της καντινταιμίας οδήγησε στην κατάρτιση κλινικών κριτηρίων αλλά και οδηγιών για την εργαστηριακή διάγνωσή της. Βάσει αυτών, σε κάθε επεισόδιο καντινταιμίας θεωρείται απαραίτητη η ταυτοποίηση κατά είδος του ενεχόμενου αιτιολογικού παράγοντα και ο έλεγχος ευαισθησίας αυτού στα αντιμυκητιασικά φάρμακα. Διεθνώς, συχνότερος αιτιολογικός παράγοντας καντινταιμίας παραμένει το είδος C. albicans, με διαρκή όμως αύξηση της σχετικής συχνότητας ειδών μη C. albicans, όπως C. glabrata, C. parapsilosis, C. tropicalis, C. krusei, C. lusitaniae και C. dubliniensis, τα οποία ενίοτε εμφανίζουν αντοχή στους αντιμυκητιασικούς παράγοντες. Η αφαίρεση και η αντικατάσταση των κεντρικών φλεβικών καθετήρων θεωρείται πρωταρχικό βήμα για την αντιμετώπιση επεισοδίων καντινταιμίας, ανεξαρτήτως αιτιακής σχέσης μεταξύ των δύο. Σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, η αμφοτερικίνη Β (κλασική και λιπιδιακή), η φλουκοναζόλη και η κασποφουνγκίνη αποτελούν πρώτης εκλογής αντιμυκητιασική αγωγή, η έναρξη της οποίας συνιστάται τις πρώτες 48 ώρες από τη διάγνωση της καντινταιμίας. Ιδιαίτερα για σοβαρές μορφές καντινταιμίας, στις οποίες ενέχονται στελέχη Candida με αντοχή στη φλουκοναζόλη, η βορικοναζόλη προτείνεται ως αποτελεσματική αγωγή, επειδή έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από την αμφοτερικίνη Β. Η εφαρμογή πρότυπης μεθοδολογίας και ποιοτικού ελέγχου των εξετάσεων για τη διάγνωση της καντινταιμίας στο κλινικό εργαστήριο και η έγκαιρη έναρξη αιτιολογικής αντιμυκητιασικής αγωγής, σε συνδυασμό με την κλινικοεργαστηριακή επιτήρηση των νοσηλευτικών χώρων, θεωρείται ότι συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της καντινταιμίας.

Λέξεις ευρετηρίου: Αιτιολογία, Αντιμυκητιασικοί παράγοντες, Διάγνωση, Καντινταιμία, Λοιμογόνοι παράγοντες.


© Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής